Ασφαλιστική Ορολογία

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Α

Άδικη Πράξη ή Αδικοπραξία (Tort) Οποιαδήποτε ανθρώπινη συμπεριφορά σε βάρος άλλου προσώπου, που αντίκειται στο υφιστάμενο δίκαιο του τόπου που αυτή εκδηλώνεται. Οφείλεται σε υπαιτιότητα εκούσια (δόλος) ή ακούσια (αμέλεια). Οι καλύψεις Νομικής Προστασίας και Ποινικής Νομικής Προστασίας παρέχονται με σκοπό την υπεράσπιση έναντι μηνύσεων απορρεουσών από ακούσιες αδικοπραξίες.

Αίτηση ή Πρόταση Ασφάλισης (Proposal) Η γραπτή ή προφορική πρόταση του υποψηφίου ασφαλιζόμενου για τον κίνδυνο που επιθυμεί να ασφαλίσει. Ο υποψήφιος ασφαλιζόμενος συμπληρώνει γραπτή αίτηση σε ειδικό έντυπο του ασφαλιστικού συνεργάτη η οποία υπογράφεται από τον ίδιο. Εάν η πρόταση γίνει αποδεκτή από τον ασφαλιστικό συνεργάτη, συνάπτεται η ασφαλιστική σύμβαση.

Άκυρο/η (Void) Ασφαλιστική σύμβαση η οποία, για κάποιο λόγο που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο, απαλλάσσεται από κάθε νομική ισχύ. Αναφέρεται σε εκείνες τις περιπτώσεις συμβολαίων που κηρύσσονται άκυρες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος. Ένα παράδειγμα, σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσε να ακυρωθεί μια ασφαλιστική σύμβαση από την ημερομηνία ενάρξεως, είναι όταν οι πληροφορίες που παρείχε ο αιτών κατά την σύναψη της ασφάλισης αποδεικνύονται αναληθείς.

Ακύρωση (Cancellation) Η διακοπή του συμβολαίου κατόπιν έγγραφης αιτήσεως του ασφαλισμένου ή μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση. Μπορεί να είναι «ολική» (Flat Rate), δηλαδή να λάβει χώρα εντός των πρώτων πέντε (5) ημερών από την ημερομηνία ενάρξεως ή «μερική» (Partial) η οποία λαμβάνει χώρα μετά το πέρας της πέμπτης ημέρας από την ημερομηνία ενάρξεως.

Αλλοδαπή Ασφαλιστική Εταιρεία (Alien or Foreign Insurance Company) Ασφαλιστική εταιρεία που είναι αδειοδοτημένη, έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες  και διέπεται από τους νόμους μιας ξένης δικαιοδοσίας ή χώρας.

Αμέλεια (Negligence) Νομικός όρος που αναφέρεται στην έλλειψη του κατάλληλου βαθμού προσοχής την οποία θα επεδείκνυε υπό δεδομένες συνθήκες ένα πρόσωπο μέσου επιπέδου σωφροσύνης.

Αναγγελία Ζημίας (Damage Announcement) Η ενημέρωση του λήπτη της ασφάλισης προς την ασφαλιστική του επιχείρηση ότι επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση.

Αναλογία Ζημίας (Loss Ratio) Αναλογική σχέση υφισταμένων ζημιών προς δεδουλευμένα ασφάλιστρα εκφραζόμενη ως ποσοστό. Αναφέρεται στο σύνολο των υφισταμένων ζημιών μιας ασφαλιστικής εταιρείας συν τα έξοδα προσαρμογής διαιρούμενα με το σύνολο των δεδουλευμένων ασφαλίστρων.

Αναλογικός Όρος ή Κανόνας (Average Clause or Average Contribution) Εφαρμόζεται στην περίπτωση της υπασφάλισης, δηλαδή, στις περιπτώσεις αποζημιώσεων που οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές. Σε περίπτωση επέλευσης της ζημίας, η αποζημίωση θα είναι αναλογική, δηλαδή ποσοστό αντίστοιχο με το ποσοστό στο οποίο είναι ασφαλισμένος ο κίνδυνος. Αν π.χ. ένα αυτοκίνητο είναι ασφαλισμένο για το 60% της αξίας του (είναι δηλαδή υπασφαλισμένο), τότε σε περίπτωση ζημίας θα αποζημιωθεί αναλογικά, δηλαδή για το 60% της ζημίας που υπέστη. Ο αναλογικός κανόνας στις ασφαλίσεις ζημιών μπορεί να καμφθεί όταν υπάρχει ειδική συμφωνία η οποία ονομάζεται «ασφάλιση σε πρώτο κίνδυνο».

Αναλογιστής (Actuary) Καθορίζει την χρηματική αξία των υποχρεώσεων στην περίπτωση που θα λάβει χώρα κάποιο συμβάν. Υπολογίζει τους ασφαλιστικούς κινδύνους και τα ασφάλιστρα καθώς και το ποσό των απαιτουμένων αποθεμάτων προς καταβολή των ζημιών.

Ανανέωση (Renewal) Η ανανέωση της ασφαλιστικής σύμβασης μεταξύ του ασφαλιστή (συμβαλλομένου) και του λήπτη της ασφάλισης (αντισυμβαλλομένου), εφόσον δεν έχει ακυρωθεί από την ασφαλιστική εταιρεία ή τον αντισυμβαλλόμενο η άμεσα προτέρα ασφαλιστική σύμβαση.

Αντασφάλιση (Reinsurance) Η εκχώρηση μέρους των ασφαλιστικών κινδύνων εκ μέρους του ασφαλιστή σε άλλον ασφαλιστή ή αντασφαλιστή ή πιο απλά η ασφάλιση μέρους του κινδύνου που αναλαμβάνει ένας εξειδικευμένος ασφαλιστής ο οποίος ονομάζεται αντασφαλιστής με σκοπό την διασπορά των κινδύνων βάσει προκαθορισμένων όρων ή υπαρχουσών συμβάσεων. Με την αντασφάλιση επιτυγχάνεται ο κατακερματισμός του κινδύνου σε μικρότερα τμήματα και η ανάληψή τους από άλλες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Αντικείμενο Ασφάλισης (Object Insured) Οποιαδήποτε περιουσία (π.χ. αυτοκίνητο, σκάφος) ή οποιοδήποτε γεγονός, η επέλευση του οποίου, προκαλεί την δημιουργία ή την απώλεια νομικού δικαιώματος του ασφαλισμένου.

Αντικλεπτικό Σύστημα (Anti-Theft Device) Συσκευή σχεδιασμένη για την μείωση της πιθανότητας βανδαλισμού ή κλοπής. Παραδείγματα περιλαμβάνουν συναγερμούς αυτοκινήτων, ανιχνευτές κίνησης, disablers μίζας, μέρη του οχήματος χαραγμένα με τον αναγνωριστικό αριθμό οχήματος καθώς και συστήματα ανάκτησης.

Αντισυμβαλλόμενος ή Λήπτης της Ασφάλισης (Counterparty or Insurance Recipient) Εκείνο το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο συμβάλλεται με την εταιρεία και αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση και την καταβολή του ασφαλίστρου. Ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να είναι και ασφαλισμένος και δικαιούχος. Ο λήπτης της ασφάλισης μπορεί να λειτουργεί για δικό του λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου.

Ανώτατο Όριο Αστικής Ευθύνης Σωματικών Βλαβών Τρίτων Ανά Θύμα (Per Person Limit) Πρόκειται για το ανώτατο όριο βάσει του οποίου είναι υποχρεωμένη η ασφαλιστική εταιρεία να πληρώσει για σωματικές βλάβες απορρέουσες από ένα μεμονωμένο περιστατικό. Σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, περιλαμβάνει τις σωματικές βλάβες «ανά θύμα» που υπέστησαν, μεμονωμένα, όλα τα εμπλεκόμενα μέρη στο συγκεκριμένο συμβάν.

Ανώτατο Όριο Αστικής Ευθύνης Σωματικών Βλαβών Τρίτων Ανά Συμβάν (Per Occurence Limit) Πρόκειται για το ανώτατο όριο βάσει του οποίου είναι υποχρεωμένη η ασφαλιστική εταιρεία να πληρώσει για αξιώσεις (ζημίες) απορρέουσες από ένα μεμονωμένο περιστατικό. Σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, περιλαμβάνει τις σωματικές βλάβες «ανά συμβάν» που υπέστησαν, μεμονωμένα, όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.

Αξίωση Τρίτων (Third Party Claim) Αξίωση ή απαίτηση για τραυματισμό ή ζημία σε περιουσία τρίτου προκληθείσα εκ μέρους του ασφαλισμένου.

Απαλλαγή ή Εκπιπτόμενο Ποσό (Deductible or Deductible Amount) Το ποσό συμμετοχής του ασφαλισμένου στην αποζημίωση. Σε περίπτωση που το ποσό της ζημίας υπερβαίνει το ποσό της απαλλαγής, η ασφαλιστική εταιρεία καταβάλλει την διαφορά τους. Το ύψος της απαλλαγής συμφωνείται κατά την σύναψη της ασφάλισης.

Απελευθέρωση (Release) Νομικά δεσμευτική σύμβαση κατά την οποία όλες οι δηλωθείσες υποχρεώσεις του παρελθόντος, του παρόντος ή του μέλλοντος που προκύπτουν από ένα συγκεκριμένο ατύχημα ή συμβάν έχουν εκπληρωθεί.

Απόθεμα (Reserve) Η παρούσα αξία μελλοντικών ζημιών μείον την παρούσα αξία μελλοντικών ασφαλίστρων. Δημιουργείται για εκκρεμείς ή μελλοντικές απαιτήσεις ή άλλους κινδύνους.

Απόθεμα Εκκρεμών Ζημιών (Reserve for Outstanding Losses) Απόθεμα που δημιουργείται για να αντιμετωπιστούν οι υποχρεώσεις της εταιρείας έναντι εκείνων των ζημιών που παραμένουν σε εκκρεμότητα κατά το κλείσιμο κάθε οικονομικής χρήσεως, αναμένοντας την διαδικασία ολοκλήρωσης του διακανονισμού.

Απόθεμα Μη Δεδουλευμένων Ασφαλίστρων (Unearned Premium Reserve) Απόθεμα που δημιουργείται για να καλύψει τις απαιτήσεις που μπορεί να προκύψουν στο μέλλον από ασφαλίσεις που δεν έχουν λήξει ακόμα.

Απόσβεση (Depreciation) Η μείωση της αξίας του οχήματος λόγω φθοράς κατά τον χρόνο. Σε γενικές γραμμές, η απόσβεση δεν είναι ασφαλιστέα απώλεια.

Αποσιώπηση (Non-Disclosure) Η μη αποκάλυψη ή η απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων που σχετίζονται με τους προς ασφάλιση κινδύνους.

Αστική Ευθύνη Έναντι Τρίτων [(Motor Third Party Liability (MTPL)] Υποχρεωτική κάλυψη για όλα τα οχήματα, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Αποζημιώνονται τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που έχουν υποστεί ζημία σε ένα περιστατικό που ευθύνεται το ασφαλισμένο όχημα (βάσει του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας).

Ασφάλιση (Insurance) Σύστημα στο οποίο ομάδες ανθρώπων με παρόμοιες πιθανότητες να υποστούν απώλεια ή ζημία, μεταβιβάζουν τον κίνδυνο απώλειας στην ασφαλιστική εταιρεία, η οποία εν συνεχεία απορροφά τον κίνδυνο πολλών ατόμων ταυτόχρονα. Σε αντάλλαγμα για την καταβολή του ασφαλίστρου, η ασφαλιστική εταιρεία υπόσχεται την καταβολή αποζημίωσης σε εκείνα τα άτομα ή τις οντότητες που υπέστησαν ζημία ή απώλεια.

Ασφάλιση Αστικής Ευθύνης Επαγγελματία (Professional Liability or Indemnity Insurance) Η αστική ευθύνη ενός επαγγελματία ή μιας επιχείρησης για λάθη ή παραλήψεις κατά την εκτέλεση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.

Ασφάλιση Κατά Παντός Κινδύνου (All Risks Insurance) Ασφαλιστική κάλυψη γενικών τυχαίων γεγονότων, παρόλο που δεν είναι αναπόφευκτα, όπως η φθορά και η απόσβεση.

Ασφάλιση Σε Αξία Αποκατάστασης (Replacement Cost Insurance) Ο ασφαλιστής οφείλει να επαναφέρει τον ασφαλισμένο στην οικονομική θέση που βρισκόταν πριν την επέλευση του κινδύνου. Αναφέρεται στην ασφάλιση περιουσίας για το κόστος αντικατάστασης της, δεδομένου ότι, το ασφαλισμένο ποσό ανταποκρίνεται στην αξία αντικατάστασης.

Ασφάλιση Σε Πρώτο Κίνδυνο (First Loss Insurance) Παροχή ασφαλιστικής κάλυψης μέχρι του ανωτάτου ορίου πιθανής ζημίας. Η κάλυψη της ζημίας δεν υπερβαίνει το ασφαλιζόμενο όριο. Ο ασφαλιστής καταβάλλει την αποζημίωση όχι ποσοστιαία, μέχρι ένα ανώτατο όριο, το οποίο είναι μικρότερο από την συνολική αξία που βρίσκεται σε κίνδυνο. Η ασφάλιση σε πρώτο κίνδυνο χρησιμοποιείται κυρίως για τους κινδύνους πλημμύρας, θύελλας, καταιγίδας, διαρροής σωληνώσεων, κλοπής και πολύ σπάνια για τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Στην ασφάλιση σε πρώτο κίνδυνο, ο ασφαλιστής αποζημιώνει για τη συνολική ζημία, έχοντας πάντα μέγιστο όριο ευθύνης για το ασφαλιστικό ποσό, χωρίς να ελέγχει την τυχούσα υπασφάλιση.

Ασφάλισμα ή Αποζημίωση (Indemnity) Το ποσό που οφείλει να καταβάλλει η εταιρεία ως υποχρέωση της που προκύπτει από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και συνίσταται σε χρηματική παροχή ή σε αυτούσια αποκατάσταση της ζημίας. Η συγκεκριμένη πράξη έχει την πρόθεση της αποκατάστασης ενός ατόμου ή οντότητας και η επαναφορά του στην οικονομική κατάσταση που βρισκόταν προτού την επέλευση της ζημίας. Βλ. «Η Αρχή της Δίκαιης Αποζημίωσης».

Ασφαλισμένο Αυτοκίνητο (Insured Car) Το αυτοκίνητο που περιγράφεται ρητώς στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Ασφαλισμένο Όχημα (Insured Vehicle) Το λεπτομερώς περιγραφόμενο στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο όχημα που κινείται επί εδάφους και όχι επί τροχιών, με την βοήθεια μηχανικής δύναμης ή ηλεκτρικής ενέργειας ανεξαρτήτως αριθμού τροχών. Ως αυτοκίνητο θεωρείται και κάθε ρυμουλκούμενο τροχοφόρο προσδεμένο με το κυρίως όχημα ή μη, ως και ποδήλατο με βοηθητικό κινητήρα.

Ασφαλισμένος / Ασφαλιζόμενος (Insured) Εκείνο το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αντλεί τα δικαιώματα του από την ασφαλιστική σύμβαση και για χάρη του οποίου συνάπτεται η ασφάλιση.

Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο (Insurance Policy) Ιδιωτικό συμφωνητικό σε έγγραφη μορφή που κατοχυρώνει την ασφάλιση, περιλαμβάνει τα εξατομικευμένα στοιχεία της ασφάλισης και φέρει την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας. Νομικά δεσμευτική σύμβαση μεταξύ μιας ασφαλιστικής εταιρείας και ενός αντισυμβαλλομένου.

Ασφαλιστής ή Ασφαλιστική Εταιρεία ή Συμβαλλόμενος (Insurer or Insurance Company or Contracting Party) Ο ασφαλιστής ή η ασφαλιστική εταιρεία με την οποία συνάπτει ασφαλιστική σύμβαση ο αντισυμβαλλόμενος ή λήπτης της ασφάλισης. Με τα ασφάλιστρα των πολλών, ομαδοποιεί τον κίνδυνο, ελαχιστοποιώντας έτσι το οικονομικό βάρος, παρέχοντας υπηρεσίες ασφάλισης.

Ασφαλιστική Απάτη (Insurance Fraud) Κάθε διαπραχθείσα εκ προθέσεως πράξη με σκοπό την αποκόμιση ενός δολίου αποτελέσματος από μια διαδικασία ασφάλισης. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν ο αιτών επιχειρεί να αποκομίσει κάποιο όφελος που δεν θα μπορούσε με άλλο τρόπο ή όταν η ασφαλιστική εταιρεία αρνείται να αποδώσει κάποια οφειλόμενη αποζημίωση. Περιλαμβάνει την παραποίηση ή την υπερβολή των γεγονότων του ατυχήματος σε μια ασφαλιστική εταιρεία με την πρόθεση της αποκόμισης πληρωμής που διαφορετικά δεν θα γινόταν. Κοινά παραδείγματα ασφαλιστικής απάτης περιλαμβάνουν «οργανωμένα» ατυχήματα και υπερβολικούς τραυματισμούς.

Ασφαλιστική Περίπτωση (Occurrence) Η πραγματοποίηση ή η επέλευση του ασφαλισμένου κινδύνου που υποχρεώνει τον ασφαλιστή για καταβολή ασφαλίσματος στον ασφαλισμένο προς αποκατάσταση της ζημίας.

Ασφαλιστική Σύμβαση (Insurance Contract) Η σύμβαση εκείνη με την οποία η εταιρεία αναλαμβάνει, έναντι ασφαλίστρου, την υποχρέωση να καταβάλλει αποζημίωση σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου. Περιλαμβάνει την πρόταση ασφάλισης, το ασφαλιστήριο, τους γενικούς και ειδικούς όρους και τις πρόσθετες πράξεις που εκδίδονται με βάση τις συμφωνηθείσες τροποποιήσεις. Ασφάλιση χωρίς ασφαλιστική σύμβαση δεν υφίσταται.

Ασφαλιστικό Ποσό ή Ασφαλιζόμενο Κεφάλαιο ή Ασφαλιστική Αξία (Sum Insured) Το ανώτατο όριο αποζημίωσης το οποίο καταβάλλει η εταιρεία σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου και το οποίο αναγράφεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Αφορά μόνο τις ασφαλίσεις κατά των ζημιών αντικειμένων και περιλαμβάνει αυξομειώσεις λόγω παλαιότητας ή υποτίμησης.  

Ασφαλιστικό ή Έννομο Συμφέρον (Insurable Interest) Η οικονομικής φύσεως σχέση που συνδέει ένα πρόσωπο με ένα αγαθό, του ασφαλισμένου με το αντικείμενο ασφάλισης. Υφίσταται όταν ένα άτομο υποστεί οικονομική ζημία ή απώλεια ως αποτέλεσμα υλικών ζημιών ή σωματικών βλαβών. Αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση στην ασφάλιση κατά των ζημιών. Η έννοια δεν περιλαμβάνει συμφέρον το οποίο έρχεται σε αντίθεση προς τα χρηστά ήθη ή παράνομη δραστηριότητα. Ορίζεται ως κάθε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον για την μη πραγματοποίηση κινδύνου.

Ασφαλιστικό Underwriting Η διαδικασία αναγνώρισης και ταξινόμησης κάθε υποψηφίου προς ασφάλιση κινδύνου, η απόφαση ή όχι ανάληψης του κινδύνου, ο προσδιορισμός του ασφαλίστρου και ο καθορισμός των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης. Περιλαμβάνει την τήρηση των ανωτάτων ορίων που θέτει κάθε εταιρεία για τους αναλαμβανόμενους εξ’ αυτής κινδύνους.

Ασφαλιστικός Διαμεσολαβητής (Insurance Intermediary) Κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που αναλαμβάνει ή ασκεί δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης έναντι αμοιβής. Είναι υποχρεωτική η εγγραφή του στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο. Το εν λόγω πρόσωπο που διαμεσολαβεί ανάμεσα στον ασφαλιζόμενο και στην (αντ-) ασφαλιστική εταιρεία, σύμφωνα με την οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, πρέπει να είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο της αρμόδιας αρχής όπου έχει την διαμονή του ή την κεντρική του διοίκηση, να διαθέτει αυστηρά επαγγελματικά προσόντα, την κάλυψη της επαγγελματικής αστικής ευθύνης και την χρηματοοικονομική του ικανότητα. Επίσης, οφείλει να διαθέτει ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης που να καλύπτει το σύνολο του εδάφους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή άλλη ανάλογη εγγύηση αστικής ευθύνης που προκύπτει από επαγγελματική αμέλεια. Υποχρεούται να παρέχει στον πελάτη πληροφορίες σχετικά με τα ατομικά στοιχεία του ως διαμεσολαβητή και την προτεινόμενη ασφαλιστική σύμβαση. Ο διαμεσολαβητής θα πρέπει να αναλύει τις ανάγκες του πελάτη και να αιτιολογεί τη συμβουλή του σε σχέση με το προτεινόμενο ασφαλιστικό προϊόν. Επίσης, δεν μπορεί να είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο, ταυτόχρονα, ως πράκτορας και μεσίτης. Παρέχει αμερόληπτη ανάλυση επαρκούς αριθμού ασφαλιστικών συμβάσεων που διατίθενται στην αγορά ώστε να είναι σε θέση να προτείνει στον πελάτη, με επαγγελματικά κριτήρια, την ασφαλιστική σύμβαση που θα ανταποκρίνεται πληρέστερα στις ανάγκες του. Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές διαιρούνται σε τρεις κατηγορίες: 


α. Ασφαλιστικός Πράκτορας

β. Μεσίτης Ασφαλίσεων 

Ασφαλιστικός Κίνδυνος (Insurance Risk) Η αβεβαιότητα ή η πιθανότητα πρόκλησης του ζημιογόνου γεγονότος και των διαστάσεων της ζημίας. Η πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου γεννά την υποχρέωση της εταιρείας για αποζημίωση.

Ασφαλιστικός Πράκτορας (Insurance Agent) Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Προπαρασκευάζει, παρουσιάζει, προτείνει ή συνάπτει ο ίδιος ή διαμέσου άλλων διαμεσολαβούντων, για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ασφαλιστικές συμβάσεις. Επίσης, παρέχει συνδρομή στον ασφαλισμένο κατά την διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης.

Ασφάλιστρα Δεδουλευμένα (Earned Premiums) Εισπραχθέντα ασφάλιστρα για τους κινδύνους που έχει αναλάβει η ασφαλιστική εταιρεία και αφορούν την περίοδο ασφάλισης που έχει εκπνεύσει.

Ασφάλιστρα Μη Δεδουλευμένα (Unearned Premiums) Εισπραχθέντα ασφάλιστρα για τους κινδύνους που έχει αναλάβει η ασφαλιστική εταιρεία και δεν έχουν λήξει ακόμα. Η εταιρεία συνεχίζει να φέρει την ευθύνη μέχρι την οριστική λήξη των σχετικών συμβάσεων.

Ασφάλιστρο (Premium) Το χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο αντισυμβαλλόμενος ή λήπτης της ασφάλισης στην εταιρεία, ως αντίτιμο για την παρεχόμενη ασφαλιστική προστασία.

Ατύχημα-Ζημία (Accident-Damage) Κάθε εξωτερικό, βίαιο, αιφνίδιο και ξένο προς την πρόθεση του ασφαλισμένου περιστατικό, το οποίο θα έχει αποδεδειγμένα συμβεί στην περίοδο ασφάλισης και προκαλεί υλικές ζημίες, σωματικές βλάβες ή απώλεια ζωής.

Αυτογνώμων Αφαίρεση (Misappropriation) Κάλυψη σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών προξενηθεισών από το ασφαλισμένο όχημα, κατά την διάρκεια της οδηγήσεως του από άτομο που το έκλεψε ή το απέκτησε με χρήση βίας.

Β

Βανδαλισμός (Vandalism) Καταστροφή περιουσίας (π.χ. αυτοκινήτου)

Βεβαρημένος Κίνδυνος (Substandard Risk) Εκείνοι οι κίνδυνοι που εμφανίζουν ασυνήθιστα μεγαλύτερη πιθανότητα επελεύσεως από εκείνη που χαρακτηρίζει την ομάδα που ανήκουν.

Βελτιωμένος Κίνδυνος (Risk Improvement or Betterment) Εκείνοι οι κίνδυνοι που εμφανίζουν χαρακτηριστικά που μετριάζουν την τάση επαληθεύσεως των ή περιορίζουν την έκταση συνεπειών του. Στον Κλάδο Αυτοκινήτου, βελτιωμένος κίνδυνος θεωρείται η μη πρόκληση ατυχήματος.

Βλάβη (Breakdown) Όταν το όχημα δεν μπορεί να συνεχίσει απρόσκοπτα την πορεία του λόγω ζημίας η οποία προέρχεται από ηλεκτρικά ή μηχανικά αίτια, κακή λειτουργία τμημάτων συμπεριλαμβανομένων και ελαστικών και καθιστά αδύνατη τη χρήση του.

Γ

Γενικές Ασφαλίσεις (General Insurance) Ευρεία κατηγορία ασφαλίσεων που περιλαμβάνει ασφαλίσεις περιουσιακών στοιχείων, αστικής ευθύνης, επαγγελματικής ευθύνης, κ.α.

Γενικοί Όροι (General Provisions) Οι όροι που διέπουν και προσδιορίζουν το σύνολο της ασφαλιστικής σύμβασης για ένα ορισμένου τύπου κίνδυνο. Περιλαμβάνουν τις διαδικασίες κατάρτισης, ακύρωσης, τροποποίησης της ασφαλιστικής σύμβασης, τις εξαιρέσεις και τα γεωγραφικά όρια ισχύος, τι συμβαίνει σε περίπτωση επίτασης του κινδύνου ή ζημίας, τι ισχύει σε περίπτωση παράλληλης ασφάλισης σε άλλη ασφαλιστική εταιρεία, το δίκαιο και τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων σε περιπτώσεις επίδικων διαφορών των εμπλεκομένων μερών της σύμβασης και άλλες διατάξεις γενικής ισχύος.

Γνωστοποίηση (Notification) Το έγγραφο που στέλνει η εποπτική αρχή της χώρας καταγωγής στην εποπτική αρχή της χώρας υποδοχής προκειμένου να δραστηριοποιηθεί συγκεκριμένος ασφαλιστικός διαμεσολαβητής στη χώρα υποδοχής που επέλεξε, είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών είτε με καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης (υποκατάστημα).

Γραφείο Διακανονισμού (Settlement Bureau) Το Γραφείο της χώρας του ατυχήματος. Είναι αρμόδιο για τον χειρισμό και τον διακανονισμό της ζημίας που συνέβη στην χώρα του και προκλήθηκε από όχημα που καλύπτεται από έγκυρη Πράσινη Κάρτα ή έχει πινακίδα κυκλοφορίας κράτους – μέλους του ΕΟΧ. Ενεργεί όπως ακριβώς θα ενεργούσε μια ασφαλιστική εταιρεία στην χώρα του, αναλαμβάνοντας την διεκπεραίωση της ζημίας από την δήλωση ατυχήματος έως την καταβολή της αποζημίωσης.

Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης (Motor Insurers’ Bureau) Τα Γραφεία και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις – μέλη τους που έχουν λάβει την άδεια ασφάλισης αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα, αποτελούν την βάση του συστήματος Πρασίνων Καρτών. Χορηγούν στα μέλη τους τις Πράσινες Κάρτες έχοντας ως απαραίτητη προϋπόθεση την υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα στην χώρα του ατυχήματος. Μέσω της Πράσινης Κάρτας διαπιστώνεται άμεσα η ασφαλιστική κάλυψη από τον συγκεκριμένο ασφαλιστή σε περίπτωση ατυχήματος που λαμβάνει χώρα σε οποιοδήποτε κράτος του Συστήματος.

Γραφείο Πληρωμών (Compensation Bureau) Το αρμόδιο Γραφείο για τις Πράσινες Κάρτες που χορηγούν τα μέλη του (ασφαλιστικές επιχειρήσεις) στους ασφαλισμένους τους. Προσφέρει εγγύηση κάλυψης του ασφαλισμένου σύμφωνα με την νομοθεσία του τόπου του ατυχήματος, ακόμα και σε περίπτωση μη φερεγγυότητας του ασφαλιστή.

Δ

Δεδουλευμένα Ασφάλιστρα (Earned Premiums) Το τμήμα του ασφαλίστρου που ισχύει για το λήξαν τμήμα της ασφαλιστικής διάρκειας. Τα ασφάλιστρα καταβάλλονται μεν προκαταβολικά, η ασφαλιστική εταιρεία, όμως, δεν τα κερδίζει πλήρως τοιουτοτρόπως αλλά κατά την διάρκεια της ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και έως την λήξη του, εξ’ ου και η ονομασία «δεδουλευμένα». Για παράδειγμα, σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο εξάμηνης διάρκειας, κατά το πέρας των δύο (2) πρώτων μηνών διάρκειας, ισχύει ότι, τα δύο έκτα (2/6) αποτελούν τα δεδουλευμένα ασφάλιστρα που απορρέουν από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Δήλωση Ζημίας (Claim Notification) Έγγραφη γνωστοποίηση του ζημιογόνου γεγονότος, με αναλυτική περιγραφή από τον ασφαλιζόμενο, έτσι ώστε η εταιρεία να διακανονίσει τη ζημία.

Διαδοχική Ασφάλιση (Successive Insurance) Στις συμβάσεις ασφαλίσεων ζημιών, υπάρχει το ενδεχόμενο να διαδεχθεί τον ασφαλισμένο ή τον λήπτη της ασφάλισης άλλος ασφαλισμένος ή λήπτης ασφάλισης. Αυτό μπορεί να συμβεί π.χ. λόγω μεταβίβασης του ασφαλισμένου αντικειμένου όπως η πώληση αυτοκινήτου, κ.ο.κ. Σε αυτή την περίπτωση, εντός τριάντα (30) ημερών το αργότερο, από την ημέρα που θα περιέλθει σε γνώση του η διαδοχή, ο ασφαλιστής δικαιούται να καταγγείλει την σύμβαση.

Διαιτησία (Arbitration) Διαδικασία για την επίλυση μιας διαφοράς μέσω ενός αμερόληπτου προσώπου. Χρησιμοποιείται ως εναλλακτική λύση για την άσκηση της προσφυγής.

Διαμεσολαβητής (Insurance Broker) Βλ. «Ασφαλιστικός Διαμεσολαβητής».

Διακανονιστής (Adjuster or Loss Adjuster) Το αρμόδιο πρόσωπο που χειρίζεται την διαδικασία καταβολής της αποζημίωσης. Συντάσσει την εκτίμηση επισκευής του οχήματος και απαντά σε ερωτήσεις σχετικά με την διαδικασία επισκευής ή τον διακανονισμό της συνολικής ζημίας ή απώλειας.

Διάρκεια Ασφάλισης ή Διάρκεια Συμβολαίου ή Περίοδος Ασφάλισης (Insurance Policy Period) Η χρονική εκείνη περίοδος εντός της οποίας η εταιρεία παρέχει την ασφαλιστική κάλυψη.

Διάσωση (Salvage) Κατεστραμμένο περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να ανακτηθεί, επισκευαστεί και πωληθεί για την μείωση της ασφαλιστικής ζημίας.

Διαχειριστικά ή Λειτουργικά Έξοδα (Operating Expenses) Έξοδα της ασφαλιστικής εταιρείας τα οποία δεν περιλαμβάνουν φόρους και προμήθειες.

Δικαιούχος (Beneficiary) Το νομικό, ή φυσικό πρόσωπο που έχει δικαίωμα να εισπράξει το ασφάλισμα και ορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Είναι, επίσης, εκείνος που ορίζεται στην ασφαλιστική σύμβαση ότι πλήττεται από την πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου. Αλλαγή δικαιούχου στην διάρκεια ασφάλισης μπορεί να γίνει κατόπιν γραπτού αιτήματος του αντισυμβαλλομένου το οποίο προσυπογράφει και ο ασφαλισμένος.

Δικαίωμα Εναντίωσης (Objection Right) Δικαίωμα του πελάτη σε περίπτωση που το περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου παρεκκλίνει από την αίτηση του για ασφάλιση, ή αν δεν του παραδόθηκαν οι όροι του ασφαλιστηρίου ή το Ενημερωτικό Έντυπο Πληροφοριών. Ασκείται με συστημένη επιστολή σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα [εντός δέκα τεσσάρων (14) ημερών)] από την ημερομηνία παραλαβής του ασφαλιστηρίου και έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση της ασφαλιστικής σύμβασης.

Δικαίωμα Συμβολαίου (Policy Fee) Το ενσωματωμένο ποσό στο ασφάλιστρο που αφορά τα έξοδα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Δικαίωμα Υπαναχώρησης (Withdrawal Right) Δικαίωμα του πελάτη, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα [εντός δέκα τεσσάρων (14) ημερών)] μετά την παραλαβή του ασφαλιστηρίου και για οποιονδήποτε λόγο (π.χ. γιατί άλλαξε γνώμη). Σε περίπτωση υπαναχώρησης, από την ασφαλιστική σύμβαση, επιστρέφονται τα καταβληθέντα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα μετά την αφαίρεση του δικαιώματος συμβολαίου και των πραγματοποιηθέντων εξόδων.

Διπλή ή Πολλαπλή Ασφάλιση (Double Insurance) Το ίδιο συμφέρον ασφαλίζεται κατά του ιδίου κινδύνου και για την ίδια χρονική περίοδο σε περισσότερους από έναν ασφαλιστές. Η διπλή ασφάλιση λαμβάνει χώρα όταν τα επί μέρους ασφαλιστικά ποσά υπερβαίνουν την ασφαλιστική αξία. Είναι ισχυρή μέχρι την έκταση της ασφαλιστικής ζημίας ή αναλογικά για την κάθε μια ασφαλιστική εταιρεία που συμμετέχει στην κάλυψη του κινδύνου μέχρι το ποσό που ασφαλίζει με την σύμβαση του. Ο λήπτης της ασφάλισης οφείλει να γνωστοποιεί σε κάθε μια ασφαλιστική εταιρεία που πρόκειται να συμμετάσχει στην κάλυψη του κινδύνου την ύπαρξη και των άλλων συνασφαλίσεων.

​​Ε

Ειδικό Πρόσθετο Ασφάλιστρο (Special Additional Premium) Βλ. «Επασφάλιστρο».

Ειδικοί Όροι (Special Conditions) Οι όροι που συμπληρώνουν ή τροποποιούν τους Γενικούς Όρους και υπερισχύουν αυτών. Διέπουν την ασφαλιστική σύμβαση αλλά με αναφορά στο συγκεκριμένο αντικείμενο ασφάλισης.

Έκθεση σε Κίνδυνο (Exposure) Αναφέρεται στην πιθανότητα ζημίας ή στην απώλεια λόγω κάποιου κινδύνου ή έκτακτης ανάγκης. Χρησιμοποιείται ως μέτρο μονάδος αξιολόγησης ή ως βάση για τον καθορισμό του ασφαλίστρου σε σχέση με τον κίνδυνο. Οι ασφαλιστικές εταιρείες καθορίζουν το ασφάλιστρο με βάση την «έκθεση σε κίνδυνο».

Εκκρεμείς Ζημίες (Loss Outstanding) Το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων για τις οποίες η ασφαλιστική εταιρεία δεν έχει ακόμη πληρώσει.  

Εκπιπτόμενο Ποσό (Deductible Amount) Βλ. «Απαλλαγή».

Εκτίμηση Ζημίας (Appraisal of Damage) Διαδικασία που καθορίζει την αξία ή την έκταση της ζημίας, που συνήθως εκτελείται από έναν αμερόληπτο πραγματογνώμονα.

Εκτίμηση Ιστορικότητας (Experience Rating) Προσδιορισμός του ασφαλίστρου για ένα μεμονωμένο κίνδυνο, είτε εν μέρει, είτε εξ ολοκλήρου, βάσει της ιστορικότητας ζημιών του εν λόγω κινδύνου.

Έμμεση Ζημία (Indirect Damage) Η προκληθείσα ζημία που δεν οφείλεται άμεσα σε ζημιογόνο γεγονός, αλλά από άλλη αιτία που επακολούθησε μεν και βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με αυτό.

Ενιαίο Ασφάλιστρο (Single Premium) Το ενιαίο (εφ’ άπαξ) καταβαλλόμενο εξ’ ολοκλήρου ασφάλιστρο κατά την σύναψη της σύμβασης.

Ενοικιαζόμενο Όχημα (Vehicle Rental or Car Rental) Εκείνο το όχημα που ενοικιάζεται για σύντομες χρονικές περιόδους, μεταξύ μερικών ωρών και ολίγων εβδομάδων. Συχνά επιτρέπεται στον χρήστη να επιστρέψει το όχημα σε μια διαφορετική θέση από το σημείο παραλαβής. Κατά κύριο λόγο, βρίσκεται κοντά σε αεροδρόμια ή πολυσύχναστες περιοχές της πόλης και συχνά ενοικιάζεται μέσω ενός δικτυακού τόπου που επιτρέπει online κρατήσεις.

Έντυπο Φιλικής Δήλωσης Τροχαίου Ατυχήματος (Car Accident Statement Form) Έγγραφο που περιέχεται στην ασφαλιστική σύμβαση με σκοπό την διευκόλυνση του ασφαλισμένου στην έγγραφη γνωστοποίηση στην εταιρεία ζημιογόνου γεγονότος. Επιτρέπει στους ασφαλισμένους να απευθύνονται και να αποζημιώνονται, σε περίπτωση ατυχήματος και στο ποσοστό που δεν ευθύνονται, από την ασφαλιστική επιχείρηση που καλύπτει την αστική τους ευθύνη.

Εξαίρεση (Exclusion) Όρος ο οποίος εξαιρεί ορισμένους κινδύνους ή ο οποίος περιορίζει το φάσμα της καλύψεως. Μπορεί να αφορά ζημίες, συνθήκες ή δραστηριότητες. Σε κάθε περίπτωση αναγράφονται με σαφήνεια στο συμβόλαιο.

Επασφάλιστρο (Extra Premium) Το επιπλέον ποσό ασφαλίστρου με το οποίο επιβαρύνεται ο ασφαλισμένος λόγω αυξημένου κινδύνου (συνήθως λόγω ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών όπως π.χ. λόγω ηλικίας).

Επέτειος Συμβολαίου (Anniversary Date) Η ημερομηνία κατά την οποία συμπληρώνονται ένα ή περισσότερα χρόνια από την ημερομηνία ενάρξεως του συμβολαίου.

Επικουρικό Κεφάλαιο (Auxiliary Fund) Ν.Π.Ι.Δ. (Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου) για την ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα. Εποπτεύεται από τον Υπουργό Ανάπτυξης. Καταβάλλει αποζημίωση σε περίπτωση Θανάτου, Σωματικών Βλαβών (Σ.Β.) και Υλικών Ζημιών (Υ.Ζ.) προκληθέντων από αυτοκίνητα:

α. Αγνώστων στοιχείων (καλύπτονται μόνο ζωή και σωματικές βλάβες).

β. Ανασφάλιστα (πλην ατόμων που επιβιβάστηκαν γνωρίζοντας ότι το όχημα στο οποίο επέβαιναν ήταν ανασφάλιστο).

γ. Οδηγούμενα από πρόσωπα που εκ προθέσεως προκαλούν ζημία.

δ. Ασφαλισμένα σε εταιρείες των οποίων η άδεια λειτουργίας έχει ανακληθεί λόγω πτώχευσης ή παραβάσεως νόμου ή η σε βάρους τους εκτέλεση απέβη άκαρπη. 


Επίσχεση (Lien) Απαίτηση ή επιβάρυνση εις βάρος ιδιοκτησίας ως ασφάλεια για την πληρωμή χρέους. Είναι το δικαίωμα που έχει εκείνος που χρωστάει να αρνηθεί την αποπληρωμή του οφειλομένου ποσού, για όσο χρονικό διάστημα ο δανειστής δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς τον οφειλέτη.

Ευθύνη Επαγγελματία (Professional Liability or Indemnity Insurance) Βλ. «Ασφάλιση Αστικής Ευθύνης Επαγγελματία».

Εφ’ Άπαξ (Lump Sum Payment) Πληρωμή ολόκληρου του ασφαλίσματος ενός συμβολαίου σε μια δόση.

Ζ

Ζημία (Damage) Οποιοδήποτε απρόβλεπτο, βίαιο και ανεξάρτητο από την βούληση του ασφαλισμένου, γεγονός το οποίο επιφέρει βλάβες ή φθορές σε τρίτους ή στο ασφαλισμένο όχημα με ολική ή μερική καταστροφή. Μπορεί να είναι υλική ή σωματική και αποζημιώνεται σύμφωνα με τους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

​​Η 

Η Αρχή της Γενεσιουργού Αιτίας (Proximate Cause) Απόδειξη του ασφαλισμένου, κατόπιν υποβολής της απαιτήσεως του, περί της απώλειας ή ζημίας που υπέστη οφειλομένης σε κίνδυνο καλυπτόμενο από το ασφαλιστήριο. Η γενεσιουργός αιτία της ζημίας πρέπει να καλύπτεται από τους όρους του συμβολαίου.

Η Αρχή της Δίκαιης Αποζημίωσης (Indemnity) Ο ασφαλισμένος, με την επέλευση του κινδύνου, δικαιούται σε πλήρη αποκατάσταση της ακριβούς ζημίας που υπέστη – όχι όμως και να αποκομίσει όφελος από την επέλευση του κινδύνου. Δεν δικαιούται να εισπράξει περισσότερα από το πραγματικό ύψος της ζημίας του. Μετά από μια ζημία, ο ασφαλιστής επιχειρεί να αποκαταστήσει οικονομικά τον ασφαλισμένο έτσι ώστε να τον επαναφέρει στην οικονομική θέση που βρισκόταν πριν από την επέλευση της ζημίας.

Η Αρχή της Καλής Πίστης (Utmost Good Faith) Ο ασφαλιζόμενος είναι εκείνος ο οποίος γνωρίζει την πραγματική ποιότητα του κινδύνου και οφείλει να αποκαλύπτει τα «ουσιώδη γεγονότα» του προς ασφάλιση κινδύνου. Ο ασφαλισμένος οφείλει να αποκαλύψει όλα τα στοιχεία που αφορούν τον κίνδυνο δίνοντας την δυνατότητα στον ασφαλιστή να αποφασίσει αν και με ποιους όρους θα τον αναλάβει.

Ηθικός Κίνδυνος (Moral Hazard) Ο ηθικός κίνδυνος εξαρτάται από τον χαρακτήρα του ασφαλισμένου. Περιλαμβάνει την αδιαφορία του ασφαλισμένου για την ασφαλισμένη περιουσία του και τον δόλο.

Ημερομηνία Έκδοσης (Date of Issue) Η ημερομηνία κατά την οποία εκδίδεται το ασφαλιστήριο συμβόλαιο από την ασφαλιστική εταιρεία.

Ημερομηνία Έναρξης Ισχύος (Effective Date) Η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει η ισχύς του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και παρέχεται η κάλυψη.

Ημερομηνία Λήξης (Expiration Date) Η ημερομηνία κατά την οποία λήγει η ισχύς του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Θ

Θραύση Κρυστάλλων (Glass Breakage) Προαιρετική κάλυψη και με καταβολή πρόσθετου ασφαλίστρου καλύπτονται οι ζημίες που θα προκληθούν μόνο στον εμπρόσθιο και οπίσθιο ανεμοθώρακα καθώς και στα πλαϊνά παράθυρα του ασφαλισμένου οχήματος, εξαιρουμένων των φανών, καθρεπτών, ηλιοροφών και υάλινων οροφών

Ι

Ιδίες Ζημίες (Own Damages) Αναφέρεται στις ζημίες που θα υποστεί το ασφαλισμένο όχημα σε περίπτωση ατυχήματος και που ευθύνεται ο ίδιος ο ασφαλισμένος ή ακόμα και στην περίπτωση που το όχημα βρεθεί τρακαρισμένο.  

Ιπποδύναμη (Horse Power) Η ισχύς μιας μηχανής σε ίππους: μιας μοτοσυκλέτας / ενός αυτοκινήτου.

Ιστορικό ή Ιστορικότητα (Experience Record) Αναφέρεται σε διάφορα στοιχεία, όπως π.χ. μητρώο (ή αρχείο) ιστορικότητας συμπεριφοράς κατά την οδήγηση, μητρώο (ή αρχείο) ιστορικότητας ζημιών, κ.ο.κ.

Κ​

Καθαρό Ασφάλιστρο (Net Premium) Το ασφάλιστρο που έχει υπολογιστεί για την κάλυψη του ασφαλισμένου κινδύνου και δεν περιλαμβάνει νόμιμες επιβαρύνσεις.

Κακόβουλες Ενέργειες (Malicious Damage or Mischief) Ηθελημένες ή εκ προθέσεως ζημίες οποιουδήποτε προσώπου που προκλήθηκαν από οποιαδήποτε κακόβουλη ενέργεια που διαπράττεται από τρίτα προς τον ασφαλιζόμενο πρόσωπα, με αποκλειστικό σκοπό τον βανδαλισμό ή την δολιοφθορά. Δεν συμπεριλαμβάνουν στάσεις, απεργίες, οχλαγωγίες ή τρομοκρατικές ενέργειες.

Κάλυψη (Coverage) Η κύρια υποχρέωση της ασφαλιστικής εταιρείας καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της ασφάλισης να «φέρει τον κίνδυνο», να παρέχει δηλαδή στον ασφαλιζόμενο ασφαλιστική κάλυψη. Αναφέρεται στην προστασία κα τα οφέλη που παρέχονται σε ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Καταστροφή (Catastrophe) Επηρεάζει μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Συχνά προκαλούν εκτεταμένες υλικές ζημίες. Τυφώνες, πλημμύρες, ανεμοστρόβιλοι, ακόμη και μεγάλες χαλαζοπτώσεις είναι τυπικά παραδείγματα καταστροφών.  

Κίνδυνος (Risk) Ο βαθμός ή το ποσοστό πιθανότητας που υπάρχει ότι θα συμβεί μια συγκεκριμένη ζημία. Ο όρος στην ασφαλιστική ορολογία υποδηλώνει: 

α. Έναν ασφαλισμένο.

β. Έναν κίνδυνο έναντι του οποίου γίνεται η ασφάλιση. 


Κίνδυνος Εν Ισχύ (Unexpired Risk) Κίνδυνος που δεν έχει λήξει. Στο τέλος κάθε Οικονομικής Χρήσεως, πολλοί από τους κινδύνους που έχει αναλάβει η ασφαλιστική επιχείρηση δεν έχουν λήξει ακόμα.

Κίνδυνος Μη Ασφαλίσιμος (Non-Insurable Risk) Κίνδυνος για τον οποίο η πιθανότητα ζημίας είναι πολύ μεγάλη και δεν μπορεί να καλυφθεί ασφαλιστικά.

Κλοπή (Theft) Η παράνομη κατοχή της περιουσίας ετέρου προσώπου με την πρόθεση να στερήσει οριστικά από τον ιδιοκτήτη του την χρήση ή κατοχή του. Μπορεί να είναι «ολική» (Total Theft) ή «μερική» (Partial Theft). Η έσχατη περίπτωση περιλαμβάνει την αφαίρεση τμημάτων ή εξαρτημάτων του οχήματος που κρίνονται απαραίτητα για την κίνηση και λειτουργία του.

Κόστος Αντικατάστασης (Replacement Cost) Το κόστος για την επισκευή ή την αντικατάσταση ενός ασφαλισμένου αντικειμένου. Μερικές ασφαλιστικές εταιρείες καταβάλλουν την αγοραία αξία του αντικειμένου κατά την στιγμή της απώλειας αντί του κόστους επισκευής ή αντικατάστασης. Περιλαμβάνει το πλήρες κόστος επισκευής ενός αντικειμένου ή την αγορά ενός νέου για να αντικαταστήσει το κατεστραμμένο αντικείμενο.

Λ​

Λήξη Συμβολαίου (Policy Expiration) Η συγκεκριμένη ημερομηνία που λήγει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Λήπτης της Ασφάλισης (Insurance Recipient) Βλ. «Αντισυμβαλλόμενος».

Μ
 

Μερική Κλοπή (Partial Theft) Βλ. «Κλοπή».

Μεσίτης Ασφαλίσεων (Insurance Broker) Είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που φέρει σε επαφή ασφαλιζόμενους ή αντασφαλισμένους και ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, προβαίνει στις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για την σύναψη ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων, συνδράμει στην διαχείριση και εκτέλεση τους, ιδίως σε περίπτωση κινδύνου. Δεν δεσμεύεται προς την επιλογή της ασφαλιστικής εταιρείας εν αντιθέσει με τον πράκτορα που ενεργεί βάσει πρακτοριακής σύμβασης για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρείας που πρακτορεύει. Ο μεσίτης ασφαλίσεων έχει νομική και οικονομική ανεξαρτησία έναντι των ασφαλιστικών εταιρειών. Συνάπτει σύμβαση συνεργασίας με (αντ-) ασφαλιστικές εταιρείες έναντι προμήθειας.

Μεταβολή (Amendment) Βλ. «Τροποποίηση».

Μη Δεδουλευμένα Ασφάλιστρα (Unearned Premiums) Το εναπομείναν τμήμα του ασφαλίστρου του οποίου η χρονική διάρκεια δεν έχει ακόμη παρέλθει. Για παράδειγμα, σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο εξάμηνης διάρκειας, κατά το πέρας του πρώτου μηνός διάρκειας, ισχύει ότι, τα πέντε έκτα (5/6) αποτελούν τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα που απορρέουν από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Μισθωμένο Όχημα (Leased Vehicle) Όχημα μισθωμένο κάτω από μια μακροχρόνια σύμβαση (μίσθωσης). Η εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης διατηρεί την κυριότητα του οχήματος και πρέπει να εμφανίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ως ασφαλισμένος.

​​Ν

Νομική Προστασία (Legal Protection) Χωριστή κάλυψη σε χωριστό ασφαλιστήριο συμβόλαιο ή ως ευδιάκριτο τμήμα στο ίδιο ασφαλιστήριο υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία του οχήματος. Περιλαμβάνει τις αμοιβές των δικηγόρων, των δικαστικών εξόδων και τις αποζημιώσεις των μαρτύρων για την νομική υποστήριξη του πελάτη σε περίπτωση απαίτησης αποζημίωσης από αστική ευθύνη. Τα δικαστικά έξοδα καλύπτονται έως ένα συγκεκριμένο χρηματικό όριο και το υπόλοιπο των εξόδων εκ μέρους του πελάτη.

Ο 

Ολική Καταστροφή ή Απώλεια (Total Loss) Η κατάσταση ενός οχήματος ή άλλων περιουσιακών στοιχείων, όπου η ζημία είναι τόσο εκτεταμένη, ώστε το κόστος επισκευής να υπερβαίνει την αξία του οχήματος.

Ολική Κλοπή (Total Theft) Βλ. «Κλοπή».

Όροι ή Προϋποθέσεις (Conditions) Το τμήμα της ασφαλιστικής σύμβασης που περιγράφει τα καθήκοντα και τις ευθύνες τόσο του ασφαλισμένου όσο και της ασφαλιστικής εταιρείας.

Ουσιώδες Γεγονός (Material Fact) Ζωτική πληροφορία που απαιτείται για να ληφθεί μια απόφαση από το Τμήμα Underwriting.

Όχημα (Vehicle) Ως όχημα ορίζεται κάθε αυτοκινούμενη, ή όχι, κατασκευή, η οποία έχει σκοπό την μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων, κινείται επί του εδάφους και όχι σε σιδηροτροχιές, με τη βοήθεια μηχανικής ή ηλεκτρικής ενέργειας, ανεξάρτητα από τον αριθμό των τροχών.

Π

Παραγραφή (Statute of Limitations) Κάθε αξίωση που πηγάζει από ασφαλιστική σύμβαση απευθυνόμενη είτε κατά του ασφαλιστή, είτε κατά του ασφαλισμένου, παραγράφεται στις ασφαλίσεις κατά των ζημιών, μετά την πάροδο τεσσάρων (4) ετών από το τέλος του χρόνου μέσα στον οποίο γεννήθηκε.

Περιθώριο Φερεγγυότητας (Solvency Margin) Αντιστοιχεί στην ελεύθερη βάρους περιουσία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση των επιχειρηματικών κινδύνων. Το ελάχιστο Περιθώριο Φερεγγυότητας είναι ανάλογο προς τον συνολικό όγκο εργασιών της επιχείρησης. Είναι εκείνο το ποσό κατά το οποίο το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού υπερβαίνει το σύνολο των στοιχείων του παθητικού μιας ασφαλιστικής επιχείρησης.

Περίοδος Κάλυψης (Coverage Period) Βλ. «Διάρκεια Ασφάλισης ή Διάρκεια Συμβολαίου ή Περίοδος Ασφάλισης».

Ποινική Νομική Προστασία (Criminal Legal Protection) Κάλυψη υπεράσπισης σε ποινικά δικαστήρια σε περίπτωση που στον οδηγό του ασφαλισμένου οχήματος ασκηθεί ποινική δίωξη κατόπιν εμπλοκής του σε τροχαίο ατύχημα έχοντας ο ίδιος επιφέρει τραυματισμό ή / και απώλεια ζωής τρίτων. Καλύπτει, επίσης, διαφορές σε εμπορικές συναλλαγές ή συμβάσεις που αφορούν το ασφαλισμένο όχημα.

Πολλαπλή Ασφάλιση ή Συνασφάλιση (Co-Insurance) Βλ. «Συνασφάλιση».

Ποσοστό Ζημίας (Loss Ratio) Αναλογική σχέση υφισταμένων ζημιών και δεδουλευμένων ασφαλίστρων εκφραζόμενη σε ποσοστό. Υπολογίζεται ως εξής: Πληρωθείσες αποζημιώσεις + προβλέψεις εκκρεμών ζημιών τέλους έτους – προβλέψεις εκκρεμών ζημιών αρχής έτους προς εγγεγραμμένα ασφάλιστρα – προβλέψεις μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων και κινδύνων σε ισχύ τέλους έτους + προβλέψεις μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων και κινδύνων σε ισχύ αρχής έτους.

Πραγματογνώμονας (Expert) Φυσικό ή νομικό πρόσωπο αρμόδιο για την έρευνα των αιτίων ή συνθηκών των ζημιών, την εκτίμηση τους και το ύψος των καταβλητέων αποζημιώσεων.

Πράσινη Κάρτα (Green Card) Το έγγραφο βεβαίωσης διεθνούς ασφάλισης που απαιτείται από τις αρμόδιες ξένες αρχές για την πιστοποίηση της ασφάλισης του αυτοκινήτου περί της κάλυψης αστικής ευθύνης στο εξωτερικό, σύμφωνα με τον Ν.489/1976 και τις διατάξεις που κάθε φορά καθορίζει το Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης. Εκδίδεται από την ασφαλιστική εταιρεία κατόπιν αιτήσεως του ασφαλισμένου για να ταξιδέψει εκτός των ορίων της ελληνικής επικράτειας. Το πιστοποιητικό ισχύει για ένα (1) μήνα ή για ακέραιο πολλαπλάσιο του μήνα και ποτέ η ισχύς του δεν μπορεί να υπερβαίνει την διάρκεια ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Προμήθεια (Commission) Ποσοστό του ασφαλίστρου που πληρώνεται σε ασφαλιστή από την ασφαλιστική εταιρεία ως αμοιβή για την πώληση και την εξυπηρέτηση.

Προσαύξηση (Surcharge) Πρόσθετη χρέωση που εφαρμόζεται από την ασφαλιστική εταιρεία. Για την ασφάλιση των αυτοκινήτων, μια επιπλέον χρέωση σε εκείνα τα οχήματα που έχουν προκαλέσει ζημία λόγω ατυχήματος ή για ειδικούς κινδύνους που δεν αντιμετωπίζονται από συνήθεις παράγοντες αξιολόγησης.

Πρόσθετη Πράξη (Endorsement) Μερική τροποποίηση όρων ή στοιχείων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου κατόπιν έγγραφης συμφωνίας του ασφαλισμένου και της εταιρείας. Αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Προσχώρηση (Adhesion) Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο είναι συμβόλαιο προσχωρήσεως διότι ο αντισυμβαλλόμενος πρέπει να προσχωρήσει ή να αποδεχθεί τους καθιερωμένους, προϋπάρχοντες όρους ενός προκαθορισμένου συμβολαίου.

Πρόταση Ασφάλισης (Proposal) Βλ. «Αίτηση ή Πρόταση Ασφάλισης».

Προτιμώμενος Κίνδυνος (Preferred Risk) Οποιοσδήποτε κίνδυνος θεωρούμενος καλύτερος από τον τυπικό κίνδυνο επί του οποίου υπολογίζεται το ασφάλιστρο.

​​Ρ

Ρήτρα (Clause) Τμήμα σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο που εξηγεί, καθορίζει ή διευκρινίζει τους όρους της κάλυψης.

Ρυμούλκηση (Towing) Βασική κάλυψη ασφαλιστηρίου συμβολαίου συνεπεία ατυχήματος κατά την οποία το όχημα ρυμουλκείται στο πλησιέστερο του τόπου ατυχήματος κατάλληλο συνεργείο της επιλογής του ασφαλισμένου (εντός Νομού που λαμβάνει χώρα η βλάβη) προς επισκευή και εφόσον το όχημα δεν επισκευάζεται στον τόπο ακινητοποιήσεως του.

Σ

Συμβαλλόμενος (Contracting Party) Βλ. «Ασφαλιστής ή Ασφαλιστική Εταιρεία».

Συνασφάλιση ή Πολλαπλή Ασφάλιση (Co-Insurance) Συνασφάλιση είναι η ασφάλιση ενός ασφαλισμένου αντικειμένου, την ίδια χρονική στιγμή, κατά του ιδίου κινδύνου, σε δύο (2) ή περισσότερους ασφαλιστές. Αποτελεί μορφή ασφάλισης με περισσότερες από μια ασφαλιστικές εταιρείες, όπου η καθεμία αναλαμβάνει κατ’ αναλογία ποσοστό του κινδύνου. Οι ασφαλίσεις αυτού του τύπου είναι ισχυρές μέχρι την έκταση της ασφαλιστικής ζημίας, ή αναλογικά για τον κάθε ασφαλιστή, μέχρι το ποσό της σύμβασης του. Αν τα επί μέρους ασφαλιστικά ποσά δεν υπερβαίνουν την ασφαλιστική αξία, τότε έχουμε συνασφάλιση. Ο αντισυμβαλλόμενος ή λήπτης της ασφάλισης, οφείλει να γνωστοποιεί σε κάθε ασφαλιστή που συνασφαλίζει, την ύπαρξη και των άλλων ασφαλιστικών συμβάσεων. Σε περίπτωση που ο λήπτης της ασφάλισης παραλείψει με δόλο να γνωστοποιήσει την ύπαρξη συνασφάλισης στους συνασφαλιστές, η ασφάλιση θεωρείται ανίσχυρη. Ο νόμος προβλέπει ότι στην συνασφάλιση μπορεί να υπάρχει ή και να μην υπάρχει συνεννόηση μεταξύ των συνασφαλιστών.

Συνεργαζόμενο Συνεργείο (Select Repair Shop) Επιλεγμένο συνεργείο από την ασφαλιστική εταιρεία το οποίο είναι εξουσιοδοτημένο να χειρίζεται την επισκευή των ασφαλισμένων οχημάτων, χωρίς την ανάγκη επιθεώρησης εκ μέρους ανατιθέμενου διακανονιστή. Οι ιδιοκτήτες των οχημάτων θα πρέπει να έχουν πάντα το δικαίωμα να επιλέγουν το συνεργείο της επιλογής τους.

Συνεχής Κάλυψη (Continuous Coverage) Κάλυψη συνεχούς χρονικής περιόδου κατά την οποία παραμένει ασφαλισμένο ένα όχημα χωρίς να μεσολαβεί κενό κατά το οποίο το όχημα μένει ανασφάλιστο, όπως για παράδειγμα, η περίπτωση που ξέχασε κανείς να πληρώσει έγκαιρα το ασφάλιστρο για την ανανέωση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου του ή επειδή το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ακυρώθηκε για άλλους λόγους.

Σύστημα Αντιμπλοκαρίσματος Τροχών [Anti-Lock Braking System (ABS)] Ελεγχόμενο από υπολογιστή σύστημα υψηλής πίεσης που βοηθά το φυσιολογικό σύστημα πέδησης του οχήματος. Επιτρέπει σε όλους τους τροχούς να επιβραδύνουν με τον ίδιο ρυθμό, αποτρέποντας έτσι την απώλεια του ελέγχου.  

Σύστημα Διακυβέρνησης (System of Governance) Αποτελείται από διαφανές και επαρκές οργανόγραμμα με σαφή κατανομή και κατάλληλο χωρισμό αρμοδιοτήτων, καθώς και από αποτελεσματικό μηχανισμό για την μετάδοση των πληροφοριών εντός της επιχείρησης. Περιλαμβάνει την ίδια αξιολόγηση κινδύνου και φερεγγυότητας της ασφαλιστικής επιχείρησης.

Συχνότητα Ατυχήματος (Accident Frequency) Ο αριθμός των φορών που συμβαίνει ένα ατύχημα. Χρησιμοποιείται από αναλογιστές για την πρόβλεψη των ζημιών και τον καθορισμό των ασφαλίστρων.

Συχνότητα Ζημιών (Loss or Claims Frequency) Ο αριθμός ζημιών, σε μια συγκεκριμένη περίοδο έκθεσης στον κίνδυνο, όπως ο αριθμός ζημιών ανά όχημα σε ένα ημερολογιακό έτος ή ανά συμβόλαιο με συγκεκριμένη διάρκεια. Η συχνότητα ζημιών αναφέρεται στην προβλεφθείσα αναλογία ζημιών του ασφαλισθέντος οχήματος και στον αριθμό ζημιών που θα προκύψει για ένα συγκεκριμένο διάστημα. Το ποσοστό συχνότητας ζημιών χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του μέσου κόστους ζημιών, που με την σειρά του καθορίζει τα ασφάλιστρα.  

Σωματικές Βλάβες (Bodily Injury) Τραυματισμός που έχει υποστεί κάποιο πρόσωπο.

Τ 

Τμήμα Ζημιών (Damage Division or Claims Department) Τμήμα Ζημιών που διαχειρίζεται την διεκπεραίωση αξιώσεων (ζημιών).

Τρέχουσα Εμπορική Αξία (Current Value or Present Value) Η αξία του ασφαλισμένου αντικειμένου ακριβώς πριν συμβεί η ζημία συνυπολογιζομένης της μειώσεως αξίας λόγω φθοράς και παλαιότητας.

Τρίτος ή Τρίτο Μέρος (Third Party) Πρόσωπο το οποίο δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος σε μια συμφωνία, αλλά με έμμεσο ενδιαφέρον για την συμφωνία.

Τροποποίηση ή Μεταβολή (Amendment) Οποιαδήποτε αλλαγή στην βασική ασφαλιστική σύμβαση. Λαμβάνει χώρα μέσω πρόσθετης πράξης.

Φ 

Φερεγγυότητα (Solvency) Πρόκειται για το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο που ρυθμίζει την χρηματοοικονομική λειτουργία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Ενιαίο Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ). Στόχος της φερεγγυότητας είναι η ενδυνάμωση της προστασίας των ασφαλισμένων, θέτοντας ένα ευρύτερο πλέγμα ποιοτικών και ποσοτικών απαιτήσεων, οι οποίες αποβλέπουν στην ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και της θωράκισης τους έναντι κάθε είδους κινδύνων στους οποίους αυτές εκτίθενται.

Φιλικός Διακανονισμός (Amicable Settlement) Σύστημα διακανονισμού ζημιών του κλάδου αυτοκινήτου, στο οποίο συμμετέχουν ορισμένες ασφαλιστικές εταιρείες, βάσει του οποίου ο μη υπαίτιος ζημιωθείς σε ένα τροχαίο ατύχημα θα αποζημιωθεί από την δική του ασφαλιστική επιχείρηση. Σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, ο πελάτης απαλλάσσεται από την υποχρέωση να στραφεί κατά της ασφαλιστικής εταιρείας του υπαιτίου οδηγού, καθώς αποζημιώνεται από τη δική του εταιρεία. Τα δύο εμπλεκόμενα μέρη συμπληρώνουν το έντυπο του Φιλικού Διακανονισμού και τα προσκομίζουν στην ασφαλιστική τους εταιρεία. Προϋπόθεση είναι και τα δύο αυτοκίνητα να είναι ασφαλισμένα σε εταιρείες που συμμετέχουν στο Σύστημα Άμεσης Πληρωμής. Το συγκεκριμένο σύστημα δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί στην περίπτωση όπου οι σωματικές βλάβες μη υπαιτίου οδηγού ή/και συνεπιβαινόντων από το ίδιο ατύχημα ξεπερνούν το συνολικό ποσό των 30,000€.  

Φροντίδα Ατυχήματος (Accident Care) Σε περίπτωση ατυχήματος, ο ασφαλιζόμενος μπορεί να καλέσει οποιαδήποτε ώρα στην Φροντίδα, η οποία αποστέλλει άνθρωπο για την βοήθεια καταγραφής των στοιχείων του συμβάντος, την σύνταξη δήλωσης ατυχήματος και την λήψη φωτογραφιών.

Φυσικά Φαινόμενα (Natural Disasters) Φαινόμενα ή πράξεις της φύσης πέρα από ανθρώπινο έλεγχο ή επιρροή. Τέτοιες πράξεις περιλαμβάνουν, τυφώνες, σεισμούς και πλημμύρες.

Φυσιολογική Φθορά ή Φθορά από Χρήση (Wear and Tear) Η φθορά/επιδείνωση της κατάστασης αντικειμένων από την χρήση τους, την παλαιότητα τους ή τις συνθήκες περιβάλλοντος

Χ

Χρήση (Usage) Ο κύριος σκοπός κατά τον οποίο είναι προορισμένο το όχημα, βάσει της άδειας κυκλοφορίας του, να λειτουργεί.

Ψ 

Ψευδής Δήλωση (Misrepresentation) Δήλωση ψευδών στοιχείων που παρέχονται κατά την συμπλήρωση της αίτησης ασφαλίσεως και οδηγεί την ασφαλιστική εταιρεία να εκδώσει ένα συμβόλαιο, το οποίο υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα είχε εκδώσει.